- πρωτοστάτης
- ο, ΝΜΑνεοελλ.ο επικεφαλής μιας ενέργειας ή κίνησης, το άτομο που προΐσταται και διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο στην επίτευξη ενός έργου, πρωτεργάτηςνεοελλ.-μσν.ως επίθ. ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος ή αυτός που κατέχει την πρώτη θέση σε μια ιεραρχία («ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» — ο αρχάγγελος Γαβριήλ, Ακολ. Ακάθιστου Ύμνου)αρχ.1. καθένας από τους στρατιώτες που παρατάσσονταν στην πρώτη γραμμή τής φάλαγγας και, ιδίως, αυτός που παρατασσόταν στην πρώτη θέση τής δεξιάς πλευράς τής φάλαγγας («ὁ πρωτοστάτης τοῡ δεξιοῡ κέρως», Θουκ.)2. λοχαγός3. ο πρώτος στην αρχή τών περιττών αριθμών στοίχων ενός λόγου σε αντιδιαστολή προς τον επιστάτη, ο οποίος καταλαμβάνει τον άρτιο αριθμό σε μια σειρά4. ο επικεφαλής («πρωτοστάτης τῆς κώμης», επιγρ.)5. μτφ. ο πρώτος, ο αρχηγός ενός τμήματος («πρωτοστάτην τε τῆς τῶν Ναζωραίων αἱρέσεως», ΚΔ)6. στον πληθ. οἱ πρωτοστάταιοι στρατιώτες που μάχονταν στην πρώτη γραμμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -στάτης (< θ. στα- τού ἵστημι), πρβλ. ορθο-στάτης].
Dictionary of Greek. 2013.